Συμπατριώτης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
compatriota, conterrâneo, camponês, o compatriota, patrício
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης
συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπατριώτης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συμπαιγνία στα πορτογαλικά - conluio, colusão, conivência, concertação, a colusão
- συμπαράσταση στα πορτογαλικά - reclinar, sustentar, fonte, fornecer, apoiar, amparar, apoio, ...
- συμπερίληψη στα πορτογαλικά - inclusão, a inclusão, inserção, de inclusão, da inclusão
- συμπεραίνομαι στα πορτογαλικά - concluir, rematar, presumir, presumo, presumem, supor, presumirão
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: compatriota, conterrâneo, camponês, o compatriota, patrício
Μεταφράσεις: compatriota, conterrâneo, camponês, o compatriota, patrício