Συμπατριώτης στα γερμανικά
Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
landsmann, Landbewohner, Lands, Landsmann, Landmann, Bauer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης
συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, συμπατριώτης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συμπαιγνία στα γερμανικά - kollision, Kollusion, Absprache, Absprachen
- συμπαράσταση στα γερμανικά - vertragen, lebensunterhalt, broterwerb, bestätigen, hilfe, stütze, unterstützung, ...
- συμπερίληψη στα γερμανικά - einbeziehung, einbeziehen, Einbeziehung, Aufnahme, Einschluss, Eingliederung, Integration
- συμπεραίνομαι στα γερμανικά - annehmen, vermuten, voraussetzen, nehme an
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: landsmann, Landbewohner, Lands, Landsmann, Landmann, Bauer
Μεταφράσεις: landsmann, Landbewohner, Lands, Landsmann, Landmann, Bauer