Συμπατριώτης στα φινλανδικά
Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maanmies, Countryman, maanmiehensä, maanmieheni, maalainen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης
συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συμπατριώτης στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπαιγνία στα φινλανδικά - salaliitto, salainen sopimus, salaiseen, salaisen yhteistyön, salaiseen yhteistyöhön, salainen yhteistyö
- συμπαράσταση στα φινλανδικά - elatus, tausta, tuki, apu, kantaa, kannattaa, kulttuurin tukeminen, ...
- συμπερίληψη στα φινλανδικά - sisältyvyys, sisältyminen, sisällyttäminen, osallisuutta, osallisuuden, sisällyttämistä, osallisuus
- συμπεραίνομαι στα φινλανδικά - lakkauttaa, päättyä, päättää, olettaa, oletettava, katsottava
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: maanmies, Countryman, maanmiehensä, maanmieheni, maalainen
Μεταφράσεις: maanmies, Countryman, maanmiehensä, maanmieheni, maalainen