Συμπατριώτης στα ισλανδικά
Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
landa, samlandi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης
συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συμπατριώτης στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- συμπαιγνία στα ισλανδικά - samráðs, samráði, ólögmætt samráð, samráð, Samráðið
- συμπαράσταση στα ισλανδικά - fylgja, styðja, fylgi, stuðningur, stuðning, Support, stuðningur við
- συμπερίληψη στα ισλανδικά - skráningu, Skráning, nám án aðgreiningar, þátttöku, innkomu
- συμπεραίνομαι στα ισλανδικά - álykta, ráð, gera ráð, gera ráð fyrir, ráð fyrir, gert ráð
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: landa, samlandi
Μεταφράσεις: landa, samlandi