Συμπατριώτης στα πολωνικά
Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rodak, ziomek, krajan, countryman, chłop
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης
συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας πολωνικά, συμπατριώτης στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- συμπαιγνία στα πολωνικά - konszachty, zmowa, zmowy, zmowę, zmowie, tajne porozumienie
- συμπαράσταση στα πολωνικά - wypełnianie, utrzymywanie, odkrywać, wpierać, podstawka, pomagać, podpierać, ...
- συμπερίληψη στα πολωνικά - zawieranie, wtrącenie, inkluzja, włączenie, zawarcie, włączenia, integracji, ...
- συμπεραίνομαι στα πολωνικά - wnioskować, wnosić, zawierać, konkludować, kończyć, zakończyć, przypuszczać, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rodak, ziomek, krajan, countryman, chłop
Μεταφράσεις: rodak, ziomek, krajan, countryman, chłop