Συμπατριώτης στα εσθονικά

Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaasmaalane, kaasmaalase, talumees, countryman, kaasmaalasele
Συμπατριώτης στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης

συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας εσθονικά, συμπατριώτης στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • συμπαιγνία στα εσθονικά - kokkumäng, salakokkulepe, kokkumängu, konkurentsivastast koostööd, konkurentsivastase koostöö, kokkumängus
  • συμπαράσταση στα εσθονικά - tugi, toetus, abi, toetust, toetuse, toetuseks
  • συμπερίληψη στα εσθονικά - kaasamine, sissevõtt, Lisamise, kaasamise, kaasatuse, kaasamist
  • συμπεραίνομαι στα εσθονικά - sõlmima, otsustama, järeldama, eeldama, eeldada, eeldavad
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kaasmaalane, kaasmaalase, talumees, countryman, kaasmaalasele