Συμπατριώτης στα τούρκικα

Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taşralı, Countryman, köylü, The Countryman, Vatandaşı
Συμπατριώτης στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης

συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας τούρκικα, συμπατριώτης στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συμπαιγνία στα τούρκικα - hile, çarpışma, gizli anlaşma, collusion, danışıklı dövüş
  • συμπαράσταση στα τούρκικα - yardım, geçim, destek, desteği, Support, destekler, desteğe
  • συμπερίληψη στα τούρκικα - içerme, dahil edilmesi, inklüzyon, eklenmesi, dahil etme
  • συμπεραίνομαι στα τούρκικα - varsaymak, tahmin, sanırım, farz, varsayıyorum
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: taşralı, Countryman, köylü, The Countryman, Vatandaşı