Συμπατριώτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співвітчизник, земляк, земляче
Συμπατριώτης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης

συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συμπατριώτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συμπαιγνία στα ουκρανικά - колодій, змова, змову, зговір
  • συμπαράσταση στα ουκρανικά - підкладка, піддержувати, спинка, підтримання, забезпечення, підтримка, підтримку, ...
  • συμπερίληψη στα ουκρανικά - включаючи, включення, вмикання, увімкнення, ввімкнення
  • συμπεραίνομαι στα ουκρανικά - розв'язувати, закінчувати, укласти, завершувати, припускати, передбачати, припустити, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: співвітчизник, земляк, земляче