Συμπατριώτης στα λιθουανικά
Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaimietis, tautietis, tėvynainis, padaryti tautietis, Krajan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης
συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συμπατριώτης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συμπαιγνία στα λιθουανικά - sąmokslas, susitarimas, slaptas susitarimas, slapto susitarimo, daromi slapti susitarimai
- συμπαράσταση στα λιθουανικά - atrama, parama, pragyvenimas, rėmimas, paramą, paramos, remti, ...
- συμπερίληψη στα λιθουανικά - įtraukimas, įtrauktis, įtraukties, įtraukimo, integracija
- συμπεραίνομαι στα λιθουανικά - sudaryti, daryti prielaidą, prielaidą, daro prielaidą
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kaimietis, tautietis, tėvynainis, padaryti tautietis, Krajan
Μεταφράσεις: kaimietis, tautietis, tėvynainis, padaryti tautietis, Krajan