Συνεργάτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сътрудник, принос, фактор, вносител, участник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργάτης
συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συνεργάτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συνεργάζομαι στα βουλγαρικά - сътрудничим, сътрудничат, си сътрудничат, сътрудничи, сътрудничите
- συνεργάσιμος στα βουλγαρικά - кооперация, кооперативен, кооперативно, кооперативното, кооперативната
- συνεργασία στα βουλγαρικά - участие, сътрудничество, сътрудничеството, на сътрудничеството, сътрудничество в
- συνεργός στα βουλγαρικά - подбудител, подстрекател, съучастник, помагач
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сътрудник, принос, фактор, вносител, участник
Μεταφράσεις: сътрудник, принос, фактор, вносител, участник