Συνεργάτης στα ουγγρικά
Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkatárs, hozzájáruló, közreműködő, befizető, hozzájárulónak, mértékben hozzájárul
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργάτης
συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συνεργάτης στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συνεργάζομαι στα ουγγρικά - együttműködik, együttműködnek, együttműködni, együttműködésre, együttműködést
- συνεργάσιμος στα ουγγρικά - szövetkezet, szövetkezeti, kooperatív, együttműködő, önkormányzati Az
- συνεργασία στα ουγγρικά - együttműködés, együttműködési, együttműködést, együttműködésre, együttműködésben
- συνεργός στα ουγγρικά - tartozékos, cinkostárs, bűnsegéd, bűnrészes
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: munkatárs, hozzájáruló, közreműködő, befizető, hozzájárulónak, mértékben hozzájárul
Μεταφράσεις: munkatárs, hozzájáruló, közreműködő, befizető, hozzájárulónak, mértékben hozzájárul