Συνεργάτης στα φινλανδικά

Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjoittaja, osatekijä, avustaja, tekijä, rahoittaja, contributor, tukija
Συνεργάτης στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεργάτης

συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνεργάτης στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνεργάζομαι στα φινλανδικά - tehdä yhteistyötä, yhteistyötä, yhteistyössä, yhteistyöhön, tekevät yhteistyötä
  • συνεργάσιμος στα φινλανδικά - osuuskunta, osuuskunnan, yhteistyöhön, yhteistyötä, yhteistyösuhteita
  • συνεργασία στα φινλανδικά - osakkuus, kehitysyhteistyö, yhtiötoveruus, kumppanuus, yhteistyö, yhteistyötä, yhteistyön, ...
  • συνεργός στα φινλανδικά - oheistarvike, rikostoveri, varuste, asuste, yllyttäjä, avustaja
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: lahjoittaja, osatekijä, avustaja, tekijä, rahoittaja, contributor, tukija