Συνεργάτης στα λιθουανικά
Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagalbininkas, prisideda, veiksnys, prisidėjo, įnešėjas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργάτης
συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συνεργάτης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συνεργάζομαι στα λιθουανικά - bendradarbiauti, bendradarbiauja, bendradarbiaujame, bendradarbiautų, bendradarbiaus
- συνεργάσιμος στα λιθουανικά - kooperatyvas, kooperatyvo, kooperatinė, kooperatinės
- συνεργασία στα λιθουανικά - bendradarbiavimas, bendradarbiavimo, bendradarbiavimą, bendradarbiauti, bendradarbiavimui
- συνεργός στα λιθουανικά - kurstytojas, bendrininkas, Līdzdalībnieks, Musinātājs, Kūdītājs
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pagalbininkas, prisideda, veiksnys, prisidėjo, įnešėjas
Μεταφράσεις: pagalbininkas, prisideda, veiksnys, prisidėjo, įnešėjas