Συνεργάτης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contribuidor, contribuinte, colaborador, membro, contribuidor de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργάτης
συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνεργάτης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνεργάζομαι στα πορτογαλικά - cooperar, coopere, colaborar, colaboram, colaboração, colabore, colaborem
- συνεργάσιμος στα πορτογαλικά - cooperativo, cooperativa, cooperação, de cooperação, cooperativas
- συνεργασία στα πορτογαλικά - cooperação, a cooperação, colaboração, de cooperação, da cooperação
- συνεργός στα πορτογαλικά - acessório, secundário, anexo, auxiliar, instigador, cúmplice, abettor
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: contribuidor, contribuinte, colaborador, membro, contribuidor de
Μεταφράσεις: contribuidor, contribuinte, colaborador, membro, contribuidor de