Συνεργάτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inzender, bijdrager, bijdrage, medewerker, geschreven
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργάτης
συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνεργάτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συνεργάζομαι στα ολλανδικά - meewerken, samenwerken, samen, samen te werken, samenwerking, werken
- συνεργάσιμος στα ολλανδικά - coöperatieve, coöperatie, coöperatief, samenwerking, samenwerkingsactiviteiten
- συνεργασία στα ολλανδικά - samenwerking, medewerking, de samenwerking
- συνεργός στα ολλανδικά - bijkomend, secundair, bijkomstig, aanhangsel, bijbehorend, medeplichtige, handlanger, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: inzender, bijdrager, bijdrage, medewerker, geschreven
Μεταφράσεις: inzender, bijdrager, bijdrage, medewerker, geschreven