Συνεργάτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνεργάτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
журналу, жертвувати, співробітник, доповідач, учасник, учасниця, учасника
Συνεργάτης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεργάτης

συνεργάτης english translation, συνεργάτησ δικηγόροσ, συνεργάτης νικολόπουλου, συνεργάτης χωρίς όνομα, συνεργάτης της ελένης της «την είπε» on air, συνεργάτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνεργάτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνεργάζομαι στα ουκρανικά - співпрацювати, співробітничайте, співробітничати, співпрацюватиме, співпрацюватимуть
  • συνεργάσιμος στα ουκρανικά - спільний, кооперативний, кооператив, ТОВ, кооперативу, ПП
  • συνεργασία στα ουκρανικά - співпраця, партнерство, компанія, кооперування, співпрацю, участь, кооперація, ...
  • συνεργός στα ουκρανικά - додатковий, арматура, другорядний, співучасник, підбурювач, підбурювача
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: журналу, жертвувати, співробітник, доповідач, учасник, учасниця, учасника