Μισθοφόρος στα γαλλικά

Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
salarié, mercenaire, mercenaires, de mercenaires, des mercenaires, mercenariat
Μισθοφόρος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος

ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας γαλλικά, μισθοφόρος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • μιμούμαι στα γαλλικά - singer, redoubler, répercuter, contrecoup, imitons, repasser, imiter, ...
  • μισθοφορικός στα γαλλικά - salarié, mercenaire, mercenaires, de mercenaires, des mercenaires, mercenariat
  • μισθός στα γαλλικά - paiement, paye, récompense, traitement, paie, prime, rétribution, ...
  • μισοφέγγαρο στα γαλλικά - rue, croissant, de croissant, croissant de
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: salarié, mercenaire, mercenaires, de mercenaires, des mercenaires, mercenariat