Μισθοφόρος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
платеник, платеничка, платеници, наемнички, платениците
Μισθοφόρος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος

ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, μισθοφόρος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • μιμούμαι στα σλαβομακεδονικά - мајмун, мајмунот, мајмуните, мајмуни, мајмуницата
  • μισθοφορικός στα σλαβομακεδονικά - платеник, платеничка, платеници, наемнички, платениците
  • μισθός στα σλαβομακεδονικά - плата, платата, на плата, платите, плати
  • μισοφέγγαρο στα σλαβομακεδονικά - полумесечина, заоблената, срп, полумесечината, месечина
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: платеник, платеничка, платеници, наемнички, платениците