Μισθοφόρος στα ιταλικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mercenario, mercenari, mercenaria, mercenary, di mercenari
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας ιταλικά, μισθοφόρος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα ιταλικά - eco, imitare, emulare, scimmia, ape, scimmie, scimmione, ...
- μισθοφορικός στα ιταλικά - mercenario, mercenari, mercenaria, mercenary, di mercenari
- μισθός στα ιταλικά - ricompensa, compenso, stipendio, mercede, salario, paga, retribuzione, ...
- μισοφέγγαρο στα ιταλικά - mezzaluna, Crescent, di mezzaluna, crescente, falce
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mercenario, mercenari, mercenaria, mercenary, di mercenari
Μεταφράσεις: mercenario, mercenari, mercenaria, mercenary, di mercenari