Μισθοφόρος στα λιθουανικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
samdinys, samdinių, Mercenary, karo samdinių, parsidavėlis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μισθοφόρος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα λιθουανικά - aidas, kopijuoti, atgarsis, imituoti, beždžionė, Ape, beždžionės, ...
- μισθοφορικός στα λιθουανικά - samdinys, samdinių, Mercenary, karo samdinių, parsidavėlis
- μισθός στα λιθουανικά - atlyginimas, alga, atpildas, užmokestis, darbo užmokestis, atlyginimą
- μισοφέγγαρο στα λιθουανικά - pusmėnulis, Crescent, pusmėnulio, pusmėnulio formos, pusmėnulį
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: samdinys, samdinių, Mercenary, karo samdinių, parsidavėlis
Μεταφράσεις: samdinys, samdinių, Mercenary, karo samdinių, parsidavėlis