Μισθοφόρος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
найміт, наёмнік
Μισθοφόρος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος

ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μισθοφόρος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μιμούμαι στα λευκορωσικά - малпа, Обезьяна
  • μισθοφορικός στα λευκορωσικά - найміт, наёмнік
  • μισθός στα λευκορωσικά - зарплата, заробак
  • μισοφέγγαρο στα λευκορωσικά - паўмесяц
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: найміт, наёмнік