Μισθοφόρος στα ρουμανικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mercenar, mercenari, de mercenari, de mercenar, mercenară
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μισθοφόρος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα ρουμανικά - ecou, imita, maimuță, ape, maimuta, maimuțe, de maimuță
- μισθοφορικός στα ρουμανικά - mercenar, mercenari, de mercenari, de mercenar, mercenară
- μισθός στα ρουμανικά - salariu, recompensă, salariul, salariului, salarizare, de salarizare
- μισοφέγγαρο στα ρουμανικά - semilună, semiluna, de semilună, crescent, de semiluna
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: mercenar, mercenari, de mercenari, de mercenar, mercenară
Μεταφράσεις: mercenar, mercenari, de mercenari, de mercenar, mercenară