Μισθοφόρος στα ουκρανικά

Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корисливо, найманець, наймит, він наймит
Μισθοφόρος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος

ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μισθοφόρος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μιμούμαι στα ουκρανικά - змагатись, відлуння, підробляти, копіювати, наслідувати, підроблятися, змагатися, ...
  • μισθοφορικός στα ουκρανικά - орендований, корисливо, найманий, найманець, наймит, він наймит
  • μισθός στα ουκρανικά - година-ходики, парі, утримання, оклад, зарплата, Заробітна плата, зарплатня, ...
  • μισοφέγγαρο στα ουκρανικά - серп, півмісяць, полумесяц
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: корисливо, найманець, наймит, він наймит