Μισθοφόρος στα τσεχικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žoldák, námezdní, žoldnéř, námezdný, žoldáka, žoldnéřským, mercenary
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας τσεχικά, μισθοφόρος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα τσεχικά - echo, odkoukat, ohlas, imitovat, odezva, napodobovat, napodobit, ...
- μισθοφορικός στα τσεχικά - námezdní, žoldák, námezdný, žoldnéř, najatý, žoldáka, žoldnéřským, ...
- μισθός στα τσεχικά - služné, mzda, výplata, odměna, plat, platový, platů, ...
- μισοφέγγαρο στα τσεχικά - přibývající, ulice, půlměsíc, rostoucí, srpek měsíce, Crescent, srpek, ...
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: žoldák, námezdní, žoldnéř, námezdný, žoldáka, žoldnéřským, mercenary
Μεταφράσεις: žoldák, námezdní, žoldnéř, námezdný, žoldáka, žoldnéřským, mercenary