Μισθοφόρος στα ολλανδικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huurling, mercenary, huurlingen, huursoldaten, huursoldaat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μισθοφόρος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα ολλανδικά - nabootsen, naklank, naklinken, weergalmen, imiteren, weerklank, nadoen, ...
- μισθοφορικός στα ολλανδικά - huurling, mercenary, huurlingen, huursoldaten, huursoldaat
- μισθός στα ολλανδικά - betaling, wedde, beloning, loon, bezoldiging, verdienste, traktement, ...
- μισοφέγγαρο στα ολλανδικά - halve maan, crescent, sikkel, wassende, halvemaan
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: huurling, mercenary, huurlingen, huursoldaten, huursoldaat
Μεταφράσεις: huurling, mercenary, huurlingen, huursoldaten, huursoldaat