Μισθοφόρος στα ισπανικά

Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mercenario, mercenarios, mercenaria, de mercenarios, los mercenarios
Μισθοφόρος στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος

ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας ισπανικά, μισθοφόρος στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • μιμούμαι στα ισπανικά - rivalizar, imitar, resonancia, contrahacer, repetir, ruido, eco, ...
  • μισθοφορικός στα ισπανικά - mercenario, mercenarios, mercenaria, de mercenarios, los mercenarios
  • μισθός στα ισπανικά - pago, paga, remuneración, sueldo, salario, salarial, sueldos, ...
  • μισοφέγγαρο στα ισπανικά - creciente, medialuna, Media Luna, la Media Luna, de la Media Luna
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: mercenario, mercenarios, mercenaria, de mercenarios, los mercenarios