Μισθοφόρος στα ουγγρικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsoldos, zsoldost, zsoldosok, a zsoldos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, μισθοφόρος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα ουγγρικά - visszhang, majom, majomnak, ape, emberszabású majom, a majom
- μισθοφορικός στα ουγγρικά - zsoldos, zsoldost, zsoldosok, a zsoldos
- μισθός στα ουγγρικά - munkabér, munkadíj, fizetés, fizetési, fizetése, fizetést, fizetését
- μισοφέγγαρο στα ουγγρικά - holdsarló, félhold, Crescent, sarló, félhold alakú, kifli
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: zsoldos, zsoldost, zsoldosok, a zsoldos
Μεταφράσεις: zsoldos, zsoldost, zsoldosok, a zsoldos