Μισθοφόρος στα φινλανδικά

Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palkkasotilas, palkkasoturi, palkkasoturitoiminnan, palkka, mercenary
Μισθοφόρος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος

ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μισθοφόρος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • μιμούμαι στα φινλανδικά - kilpailla, kaiuttaa, jäljitellä, apinoida, kaiku, heijastuma, matkia, ...
  • μισθοφορικός στα φινλανδικά - palkkasotilas, palkkasoturi, palkkasoturitoiminnan, palkka, mercenary
  • μισθός στα φινλανδικά - palkinto, käydä, tulo, harjoittaa, palkka, ansio, tienesti, ...
  • μισοφέγγαρο στα φινλανδικά - puolikuu, puolikuun, Crescent, sirppi, puolikuunmuot
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: palkkasotilas, palkkasoturi, palkkasoturitoiminnan, palkka, mercenary