Μισθοφόρος στα εσθονικά

Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
palgasõdur, palgasõdurite, Mercenary, Palgasõdurid, omakasupüüdlik
Μισθοφόρος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος

ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας εσθονικά, μισθοφόρος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μιμούμαι στα εσθονικά - kaja, kajama, matkima, emuleerima, imiteerima, ahv, Ape, ...
  • μισθοφορικός στα εσθονικά - üüritud, palgasõdur, palgasõdurite, Mercenary, Palgasõdurid, omakasupüüdlik
  • μισθός στα εσθονικά - naljanina, palk, irvhammas, töötasu, palga, palka, palgast
  • μισοφέγγαρο στα εσθονικά - kasvav, kaartänav, kuusirp, Crescent, poolkuu, poolkuud, sirbi kuju
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: palgasõdur, palgasõdurite, Mercenary, Palgasõdurid, omakasupüüdlik