Μισθοφόρος στα σουηδικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
legosoldat, legosoldaten, lego, legosoldater
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας σουηδικά, μισθοφόρος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα σουηδικά - härma, eko, efterlikna, apa, ape, apan, apan för, ...
- μισθοφορικός στα σουηδικά - legosoldat, legosoldaten, lego, legosoldater
- μισθός στα σουηδικά - lön, lönen, löne, ersättning
- μισοφέγγαρο στα σουηδικά - halvmåne, Crescent, månskäran, månskära
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: legosoldat, legosoldaten, lego, legosoldater
Μεταφράσεις: legosoldat, legosoldaten, lego, legosoldater