Εξοικειώνομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewöhnen, bin, ich, am, mich
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι
εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, εξοικειώνομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- εξογκώνω στα γερμανικά - aufspritzen, schwellwerk, seegang, schwellen, dünung, crescendo, großartig, ...
- εξοικειωμένος στα γερμανικά - gefährte, gefährtin, familiär, vertraut, bekannt, familiäre, vertrauten, ...
- εξοικειώνω στα γερμανικά - gewöhnen, vertraut zu machen, vertraut, bekannt zu machen, vertraut machen, bekannt machen
- εξοκέλλω στα γερμανικά - strähne, litze, ader, strand, faden, ranke, handlungsfaden, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gewöhnen, bin, ich, am, mich
Μεταφράσεις: gewöhnen, bin, ich, am, mich