Εξοικειώνομαι στα τσεχικά

Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
navyknout, zvyknout, dobře znám
Εξοικειώνομαι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, εξοικειώνομαι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • εξογκώνω στα τσεχικά - nabobtnat, nafouknout, vzdout, přehnat, zduřet, nadout, opuchnout, ...
  • εξοικειωμένος στα τσεχικά - rodinný, domácký, známý, familiární, důvěrný, povědomý, obeznámeni, ...
  • εξοικειώνω στα τσεχικά - zvyknout, navyknout, seznámit se s, seznámit se, seznámit s, seznámili s, seznámil s
  • εξοκέλλω στα τσεχικά - vlákénko, pobřeží, vlákno, břeh, pramen, Strand, řetězec, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: navyknout, zvyknout, dobře znám