Εξοικειώνομαι στα κροατικά

Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okrivljeni, optuženik, optužena, optužen, ja, sam, am, me, jesam
Εξοικειώνομαι στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας κροατικά, εξοικειώνομαι στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • εξογκώνω στα κροατικά - uvećaj, napuhnuti, prekuhati, pretjerivati, napuhati, pripeći, preuveličavati, ...
  • εξοικειωμένος στα κροατικά - intiman, upoznat, upoznati, poznato, poznati, poznata
  • εξοικειώνω στα κροατικά - okrivljeni, optuženik, optužen, optužena, upoznati, upoznavanje, upoznaju, ...
  • εξοκέλλω στα κροατικά - obala, plaža, žal, Strand, cjedilu, programska aktivnost
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: okrivljeni, optuženik, optužena, optužen, ja, sam, am, me, jesam