Εξοικειώνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habituar, acostume, acostumar, estou familiarizado, sou familiar, conheço, conheço bem, estar familiarizado
Εξοικειώνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξοικειώνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξογκώνω στα πορτογαλικά - adoçar, inale, inflamar, inchamento, açucarar, abrasar, inchar, ...
  • εξοικειωμένος στα πορτογαλικά - companheiro, camarada, familiar, familiarizado, familiarizados, familiares, familiarizar
  • εξοικειώνω στα πορτογαλικά - acostumar, acostume, habituar, familiarizar, familiarizarem, conhecer, familiarizá, ...
  • εξοκέλλω στα πορτογαλικά - estreito, costa, Strand, vertente, fio, cordão
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: habituar, acostume, acostumar, estou familiarizado, sou familiar, conheço, conheço bem, estar familiarizado