Εξοικειώνομαι στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сум запознаен, познавам, ги познавам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι
εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εξοικειώνομαι στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εξογκώνω στα σλαβομακεδονικά - нередот, од нередот, нередот на
- εξοικειωμένος στα σλαβομακεδονικά - запознаени, познат, познати, запознаен, познато
- εξοικειώνω στα σλαβομακεδονικά - се запознаат со, запознае со, се запознае со, запознавање со, запознаат со
- εξοκέλλω στα σλαβομακεδονικά - влакно, жичка, верига, компонента, ракатката
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: сум запознаен, познавам, ги познавам
Μεταφράσεις: сум запознаен, познавам, ги познавам