Εξοικειώνομαι στα νορβηγικά

Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
venne, er kjent, jeg kjent
Εξοικειώνομαι στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εξοικειώνομαι στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • εξογκώνω στα νορβηγικά - overdrive, bloat, oppsvulmet, oppblåst
  • εξοικειωμένος στα νορβηγικά - fortrolig, kjent, velkjent, kjente, er kjent
  • εξοικειώνω στα νορβηγικά - venne, gjøre kjent, kjent, sette, bli kjent
  • εξοκέλλω στα νορβηγικά - strand, tråd, tråden, streng, strengen
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: venne, er kjent, jeg kjent