Εξοικειώνομαι στα ισλανδικά

Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þekki
Εξοικειώνομαι στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι

εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξοικειώνομαι στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξογκώνω στα ισλανδικά - uppblásinn
  • εξοικειωμένος στα ισλανδικά - þekki, þekkja, kunnugt, kunnuglegt, kunnugur
  • εξοικειώνω στα ισλανδικά - kynna með
  • εξοκέλλω στα ισλανδικά - strandar, þráður, Strand, þráðurinn, efnisþræðir
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þekki