Εξοικειώνομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: εξοικειώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assuefare, avvezzare, abituare, am, sono
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξοικειώνομαι
εξοικειώνομαι συνώνυμα, εξοικειώνομαι στα αγγλικα, εξοικειώνομαι αγγλικα, εξοικειώνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, εξοικειώνομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- εξογκώνω στα ιταλικά - gonfiare, enfiare, esagerare, bloat, troppo grosso, ingrossi, pesantezza
- εξοικειωμένος στα ιταλικά - famigliare, familiare, conoscenza, a conoscenza, conosci, familiarità
- εξοικειώνω στα ιταλικά - abituare, assuefare, avvezzare, informarsi, prendere conoscenza dei, confidenza con, informarsi presso, ...
- εξοκέλλω στα ιταλικά - spiaggia, filo, Strand, filamento, filone, trefolo
Τυχαίες λέξεις
Εξοικειώνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: assuefare, avvezzare, abituare, am, sono
Μεταφράσεις: assuefare, avvezzare, abituare, am, sono