Τολμώ στα γερμανικά
Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spekulation, risiko, wagen, es wagen, wage, trauen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, τολμώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- τοκογλύφος στα γερμανικά - geldverleiher, wucherer, Wucherer, Wucherers, Wucher, usurer
- τολμηρός στα γερμανικά - mutige, abenteuerlich, unternehmungslustig, abenteuerlustig, schneidig, forsch, flott, ...
- τολύπη στα γερμανικά - hauch, steppdecke, Flocke, Flocken
- τομέας στα γερμανικά - einsatzgebiet, fachrichtung, körper, ackerland, bereich, kugel, hockey, ...
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: spekulation, risiko, wagen, es wagen, wage, trauen
Μεταφράσεις: spekulation, risiko, wagen, es wagen, wage, trauen