Τολμώ στα ισπανικά

Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulación, atreverse, atrevimiento, atrevería, se atreven, atrevería a
Τολμώ στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τολμώ

τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας ισπανικά, τολμώ στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • τοκογλύφος στα ισπανικά - usurero, usureros, usurario, usura
  • τολμηρός στα ισπανικά - emprendedor, apuesto, gallardo, estrellazo, Dashing, estralla a
  • τολύπη στα ισπανικά - jadear, escama, copo, escama de, en escamas, escamas de
  • τομέας στα ισπανικά - campo, sector, sector de, del sector, sector del, sector de la
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: especulación, atreverse, atrevimiento, atrevería, se atreven, atrevería a