Τολμώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ventilador, risco, aventurar, abalançar, ousar, desafio, se atrevem, atrevem, ousam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τολμώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τοκογλύφος στα πορτογαλικά - usurário, agiota, usurer, usurários, usura
- τολμηρός στα πορτογαλικά - empreendedor, empresa, arrojado, galhardo, dashing, precipitação, arrojada
- τολύπη στα πορτογαλικά - pudim, sopro, floco, flake, floco de, do floco, flocos de
- τομέας στα πορτογαλικά - prado, aeródromo, planície, planícies, realmente, reino, campina, ...
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ventilador, risco, aventurar, abalançar, ousar, desafio, se atrevem, atrevem, ousam
Μεταφράσεις: ventilador, risco, aventurar, abalançar, ousar, desafio, se atrevem, atrevem, ousam