Τολμώ στα τούρκικα
Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cesaret, cüret, dare, göze
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, τολμώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- τοκογλύφος στα τούρκικα - tefeci, usurer, tefecisi, faizci
- τολμηρός στα τούρκικα - şık, dashing, atılgan, cesur, havalı
- τολύπη στα τούρκικα - yorgan, pul, yonga, tanesi, yaprak, flake
- τομέας στα τούρκικα - alan, küre, meydan, ova, krallık, tarla, disiplin, ...
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: cesaret, cüret, dare, göze
Μεταφράσεις: cesaret, cüret, dare, göze