Τολμώ στα ουγγρικά
Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
merészel, mer, mernek, merik, merte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τολμώ στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- τοκογλύφος στα ουγγρικά - uzsorás, uzsoráshoz, uzsorást, uzsorás szerepébe, uzsora
- τολμηρός στα ουγγρικά - rámenős, lendületes, délceg, magával ragadó, fess
- τολύπη στα ουγγρικά - púderpamacs, agyondicsérés, fuvalom, pöfékelés, pehely, lemezes, lehámoz, ...
- τομέας στα ουγγρικά - állam, háttér, szektor, ágazat, ágazatban, szektorban, ágazathoz
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: merészel, mer, mernek, merik, merte
Μεταφράσεις: merészel, mer, mernek, merik, merte