Τολμώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осмелуваат, осмелувам, се осмелуваат, осмелил, осмели
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, τολμώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- τοκογλύφος στα σλαβομακεδονικά - лихварски, лихвар, грабливецот лихварски
- τολμηρός στα σλαβομακεδονικά - растрчани, грандиозна, храбар, заслепувачкиот, елегантен
- τολύπη στα σλαβομακεδονικά - шушка, снегулка, снежинка, се шушка, снегулки
- τομέας στα σλαβομακεδονικά - полето, сектор, секторот, секторот за
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: осмелуваат, осмелувам, се осмелуваат, осмелил, осмели
Μεταφράσεις: осмелуваат, осмелувам, се осмелуваат, осмелил, осмели