Τολμώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отвори, сміти, смій, зась, сметь
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τολμώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τοκογλύφος στα ουκρανικά - багатий, грошовитий, лихвар, грошовий, кулак, ростовщик
- τολμηρός στα ουκρανικά - смикання, небезпечний, ризиковий, заповзятливий, лихий, відважний, хвацький, ...
- τολύπη στα ουκρανικά - родильний, лк, розшаровуватися, розшаровуватись, расслаіваться, розшаровуватиметься
- τομέας στα ουκρανικά - дійсно, насправді, спостереження, фонове, невже, поле, право, ...
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: отвори, сміти, смій, зась, сметь
Μεταφράσεις: отвори, сміти, смій, зась, сметь