Τολμώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išdrįsti, išdrįstų, išdrįsta, drįsta, nedrįsta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τολμώ
τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τολμώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τοκογλύφος στα λιθουανικά - lupikas, palūkininkas, lupikautojas, Augļotājs, Lichwiarz
- τολμηρός στα λιθουανικά - veržlus, šaunus, dashing, Dedzīgs, Brašs
- τολύπη στα λιθουανικά - sluoksniuoti, dribsnis, kristi dribsniais, džiovykla, luptis
- τομέας στα λιθουανικά - lyguma, laukinis, dirvožemis, karalystė, sritis, sektorius, sektoriaus, ...
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išdrįsti, išdrįstų, išdrįsta, drįsta, nedrįsta
Μεταφράσεις: išdrįsti, išdrįstų, išdrįsta, drįsta, nedrįsta