Αδυναμία στα δανικά
Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
svaghed, svage, svagheder, svækkelse
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδυναμία
αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας δανικά, αδυναμία στα δανικά
Μεταφράσεις
- αδρανής στα δανικά - inaktive, inaktiv, inaktivt, aktiv
- αδρός στα δανικά - grove, groft, grov, grov-, grovkornet
- αδυνατίζω στα δανικά - smal, slank, svække, endnu svagere, svagere, debilitate, handicappe
- αδύναμος στα δανικά - skrøbelig, blød, vanskelig, svag, sart, svage, svagt, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: svaghed, svage, svagheder, svækkelse
Μεταφράσεις: svaghed, svage, svagheder, svækkelse