Αδυναμία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fraqueza, debilidade, fragilidade, a fraqueza, fraquezas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδυναμία
αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδυναμία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδρανής στα πορτογαλικά - vão, inerte, inativo, inativa, inactivo, inativos, inactiva
- αδρός στα πορτογαλικά - grosseiro, grossa, grosseiros, grosseira, grosso
- αδυνατίζω στα πορτογαλικά - fino, delgado, delicado, debilitar, debilitam, enfraquecer, debilitate, ...
- αδύναμος στα πορτογαλικά - frágil, débil, decrépito, fraco, quebradiço, caduco, nós, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fraqueza, debilidade, fragilidade, a fraqueza, fraquezas
Μεταφράσεις: fraqueza, debilidade, fragilidade, a fraqueza, fraquezas