Αδυναμία στα εσθονικά

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõrkus, nõrkust, nõrkuse, nõrkusest, nõrk
Αδυναμία στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας εσθονικά, αδυναμία στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα εσθονικά - loid, inertne, tühikäigul, jõude, passiivne, mitteaktiivsete, mitteaktiivne, ...
  • αδρός στα εσθονικά - ülevoolav, rikkalik, jäme, jämeda, jämedateralised, jämedat, jämedad
  • αδυνατίζω στα εσθονικά - sale, nõdrendama, nõdrastama, rammestama, Vähendab, nõrgestama
  • αδύναμος στα εσθονικά - mannetu, nõrk, nõder, nõrgad, nõrga, nõrkade, nõrka
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nõrkus, nõrkust, nõrkuse, nõrkusest, nõrk