Αδυναμία στα ουκρανικά

Μετάφραση: αδυναμία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крихкість, тлінність, нетривкість, тендітність, слабкість, слабість, слабость
Αδυναμία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδυναμία

αδυναμία μου - μανώλης λιδάκης, αδυναμία συνώνυμο, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο www.google.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο twitter.com, αδυναμία σύνδεσης με τον πραγματικό ιστότοπο, αδυναμία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αδυναμία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αδρανής στα ουκρανικά - безпомилковість, непогрішимість, лінивий, простій, непрацюючий, неактивний, неактивного, ...
  • αδρός στα ουκρανικά - провалля, пропасти, глибина, прірва, прірву, грубий, брутальний, ...
  • αδυνατίζω στα ουκρανικά - стрункий, тонкий, послаблювати, послабляти, ослабляти, ослаблювати
  • αδύναμος στα ουκρανικά - неміцний, слабкий, хворобливий, очерет, кволий, незначний, ми, ...
Τυχαίες λέξεις
Αδυναμία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: крихкість, тлінність, нетривкість, тендітність, слабкість, слабість, слабость